ἐφηρμοσμένη

ἐφηρμοσμένη
ἐφαρμόζω
fit on
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐφηρμοσμένῃ — ἐφαρμόζω fit on perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλιτσουνάκης, Δημήτριος — (Χανιά 1888 – Αθήνα 1982). Συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά και το 1919 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα. Το 1921 έγινε υφηγητής της πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1923 έως το 1959 ήταν τακτικός …   Dictionary of Greek

  • Ντέζιο, Αρντίτο — (Ardito Desio, Παλμανόβα 1897 –). Ιταλός γεωλόγος και γεωγράφος. Από το 1931 δίδασκε εφαρμοσμένη γεωλογία στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Πραγματοποίησε από το 1921 πολυάριθμες αποστολές ερευνητικού και μελετητικού χαρακτήρα στην Αφρική και στην… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνία — η εφηρμοσμένη επιστήμη που μελετά τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”